Montag, 18. Mai 2020

ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΚΕΣ.



 Εγνώρισα τον διχασμό τεσσάρων χρονών παιδάκι. Στην πόρτα, έξω από την εκκλησιά που είδα την μανούλα μου με πόνο και με δάκρυ, είδα τα λεβεντόπαιδα άψυχα και σφαγμένα, γυμνά, μέσα στα αίματα, κρέατα πεταμένα. 

 Η φρίκη πλημμύρησε την παιδική ψυχή μου. Ποτέ μου δεν εξέχασα σε όλη τη ζωή μου. Εικόνες μένουν μόνιμες στην ευαίσθητη ψυχή μου. Θυμάμαι εκείνα τα παιδιά που είδα σφαγιασμένα, που δεν ξεχνώ τα ονόματα παρά τα τόσα χρόνια. 

 Ο Φίλιππας – λεβεντόπαιδο, γιός της θείας Γεωργούλας. Το παιδί πήρε άδεια από τον στρατό και κατέβηκε για να δει την άρρωστη μανούλα του. Και πήγε με τον Δήμαρχο στο φυλάκιο να βοηθήσουν, μα οι αντάρτες είχαν προετοιμαστεί. Γνώριζαν που θα χτυπήσουν. 

 Το πρώτο ήταν χτύπημα στον μπάρμπα Δημήτρη. Το δεύτερο το χτύπημα ήταν στον Νοματάρχη. Το τρίτο ήταν στον Μελή, στου Φίλιππα την πλάτη και σε άλλα δυο θύματα που φεύγαν προς το Γυμνάσιο. 

 Αυτά κάνουν οι διχασμοί και οι αυτοδικίες: Ανώφελες παλικαριές διαιρούν τις κοινωνίες. Οι μνήμες έμειναν πικρές για όλο το χωριό μας. Θυμούμαι τους συμμαθητές που είχα στο σκολειό μας και μνημονεύω πάντοτε και τώρα στα ογδόντα. 

Keine Kommentare:

Kommentar veröffentlichen